- Ἀδριακοῦ
- Ἀδριᾱκοῦ , Ἀδριακόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινοδόκος — οἰνοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόκος δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek